αιγώνυξ

αιγώνυξ
αἰγῶνιξ και αἰγόνυξ (-υχος), ο, η (Α)
αυτός που έχει νύχια κατσίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αιγόνυξ — αἰγόνυξ ( υχος), ο, η (Α) ο αἰγῶνυξ* …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • αἰγώνυχι — αἰγώ̱νυχι , αἰγῶνυξ goat hoofed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”